- συνομοσπονδιακός
- -ή, -ό, Ν [συνομοσπονδία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνομοσπονδία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνομοσπονδιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συνομοσπονδία: Οι Τούρκοι ζητούν την ίδρυση συνομοσπονδιακού κράτους στην Κύπρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)